- προσελκύομαι
- προσελκύομαι, προσελκύστηκα βλ. πίν. 41
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ζωγρώ — ζωγρῶ, έω (AM) (για ανθρώπους) συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. αλιεύω 2. μτφ. προσελκύω οπαδούς 3. διατηρώ ζωντανό κάποιον 4. επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, ζωντανεύω, δροσίζω 5. παθ. ζωγροῡμαι, έομαι προσελκύομαι υπό την επίδραση … Dictionary of Greek
καθυφέλκομαι — (Μ) ελκύω, τραβώ, προσελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ έλκομαι «προσελκύομαι»] … Dictionary of Greek
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek